Πολλοί είναι αυτοί που παραπονιούνται ότι η μουσική ποπ ήταν καλύτερη στο παρελθόν. Οι Arctic Monkeys και η Lily Allen υστερούν κατά πολύ σε σύγκριση με τους Beatles και τον Bob Dylan, ισχυρίζονται.
Οι παλιότεροι επιμένουν επίσης ότι τα τραγούδια που ακούγονται μέσα από το iPod δεν 'ροκάρουν' τόσο όσο παλαιότερα, σε σύγκριση με την καθαρότητα των CDs και τη γοητεία του βινυλίου.
Ωστόσο, η έρευνα αποδεικνύει ότι η σημερινή γενιά του iPod προτιμά τον επίπεδο ήχο της ψηφιακής μουσικής, ακριβώς όπως οι προηγούμενες γενεές προτιμούσαν τον σκονισμένο ήχο του βινυλίου.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν διευκολύνει τόσο την πρόσβαση στη μουσική που οι νέοι μουσικόφιλοι φαίνεται ότι δεν εκτιμούν πλέον την υψηλή πιστότητα.
Η θεωρία συντάχθηκε από τον Καθηγητή Μουσικής Jonathan Berger του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια. Εδώ και οκτώ χρόνια, οι μαθητές του λαμβάνουν μέρος σε ένα πείραμα, κατά το οποίο ακούνε μουσική με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των MP3s, που πλέον αποτελεί τη στάνταρ πλατφόρμα για την ψηφιακή μουσική. «Ανακάλυψα ότι, όχι μόνο δεν θεωρούνται τα MP3s ως χαμηλής ποιότητας, αλλά και ότι με την πάροδο του χρόνου, ανέβηκαν τα ποσοστά προτίμησης τους,» λέει ο Καθηγητής Berger.
Ισχυρίζεται ότι τα iPods έχουν αλλάξει την αντίληψη μας περί μουσικής, και καθώς οι νέοι εξοικειώνονται με τον ήχο των ψηφιακών ρυθμών, τους αρέσει περισσότερο.
Ο Καθηγητής σύγκρινε το παραπάνω φαινόμενο με την επίμονη προτίμηση ορισμένων για τη μουσική του πικάπ. «Κάποιοι προτιμούν τον ήχο της βελόνας και τα σωματίδια σκόνης που παρεμβάλλονται στους μουσικούς ρυθμούς. Πιστεύω ότι βρίσκουν κάποιου είδους ζεστασιά και ανακούφιση μέσα σε αυτόν τον ήχο,» συνεχίζει ο καθηγητής.
Μουσικοί παραγωγοί έχουν εκδηλώσει παράπονα για το ότι με τη «συμπίεση» της ψηφιακής μουσικής, η ποιότητα του ήχου είναι φτωχότερη απ ότι στα CDs και σε άλλα είδη ηχογράφησης. Ο Καθηγητής Berger λέει ότι η διαδικασία ψηφιοποίησης της μουσικής αφήνει ένα «τσιτσίρισμα» ή έναν μεταλλικό ήχο.
Οι παραγωγοί επίσης παραπονιούνται για το ότι επειδή οι σύγχρονοι ακροατές ακούν τα τραγούδια τους μέσω iPods και υπολογιστών, η μουσική έχει αναγκαστεί να είναι όλο και πιο εκκωφαντική για να τραβήξει την προσοχή. «Σήμερα, συνεχώς αγωνίζεσαι ώστε η μουσική σου να είναι δυνατότερη από των άλλων,» δηλώνει ο Stephen Street, μουσικός παραγωγός για τους Blur, Cranberries και Kaiser Chiefs μεταξύ άλλων.
«Αυτά που ακούμε έχουν ισοπεδωθεί και χάσει το βάθος και την ευκρίνεια τους. Δεν θέλω καθόλου να σκέφτομαι ότι όλες οι προσπάθειες που καταβάλλω στο στούντιο, θα εξανεμιστούν γιατί ο μουσικόφιλος θα ακούσει το δίσκο μόνο μέσα από το iPod.»
Ο Ken Nelson, παραγωγός των δύο πρώτων δίσκων των Coldplay, αναφέρει: «Χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπερσυμπίεσης είναι το τελευταίο άλμπουμ των Green Day. Αν προσπαθήσεις να το ακούσεις από την αρχή μέχρι το τέλος, θα κουραστείς φοβερά. Μετά από τρία τραγούδια, θέλεις να ακούσεις κάποιο που ηχογραφήθηκε τη δεκαετία του 70.»
Ο Rennie Pilgrem, παραγωγός dance μουσικής, αναφέρει: «Για τα αυτιά μου, η ποιότητα ήχου από τα iPods δεν συγκρίνεται ούτε με αυτή της κασέτας. Αλλά όταν τη συνηθίσεις, αισθάνεσαι άνετα και δεν δίνεις σημασία.»
Οι πρόοδοι στην τεχνολογία συχνά έχουν οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές στο στυλ της δημοφιλούς μουσικής. Οι ιστορικοί της μουσικής επισημαίνουν ότι η χρήση πληκτροφόρων οργάνων κατά το 18ο αιώνα έφερε επανάσταση στη μουσική, αφήνοντας πίσω το τσέμπαλο με τον ερχομό του πιάνου. Για πρώτη φορά, οι συνθέτες μπορούσαν να συνθέσουν τραγούδια που σταδιακά ο ήχος γινόταν δυνατότερος από νότα σε νότα, κάτι που ήταν αδύνατο με το τσέμπαλο.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι κύλινδροι στο φωνογράφο του Thomas Edison μπορούσαν να παίζουν μουσική για τέσσερα λεπτά κάθε φορά, κάτι που οι μουσικόφιλοι συνήθισαν. Σήμερα, τα περισσότερα τραγούδια δεν ξεπερνούν τη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου