Από παιδιά μάς λένε ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα, όμως αυτά επιμένουν να εμφανίζονται στις ιστορίες και στους εφιάλτες μας. Πώς εξηγείται αυτός ο τόσο επίμονος «παραλογισμός»;
Στις 11 Νοεμβρίου του 2007, η κάμερα ασφαλείας ενός πρατηρίου καυσίμων στην Πάρμα, στο Οχάιο των ΗΠΑ, συνέλαβε τη φιγούρα ενός... φαντάσματος. Το ντοκουμέντο γρήγορα διαδόθηκε παντού. Στο YouTube μπορεί να το δει όποιος θέλει ακόμα και σήμερα. Ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου, ο Παλαιστίνιος Αμίντ Αμπουζαρί, δήλωσε ότι είχε ξαναδεί το φάντασμα, όταν ήταν παιδί και βρισκόταν στη χώρα του. Μάλιστα υποστήριξε ότι είχε εμφανιστεί πλάι σε ένα δέντρο, ήταν πιο ανοιχτόχρωμο και είχε ανθρώπινη μορφή. Αντίθετα, το φάντασμα του Οχάιο έμοιαζε με ένα γιγάντιο μπλε δάκρυ. Η μυστηριώδης φιγούρα εμφανιζόταν να γλιστρά ανάμεσα σε αντλίες, αυτοκίνητα και πελάτες.
Πολλοί επιχείρησαν να δώσουν μια πειστική ερμηνεία στην εικόνα. Κάποιοι υποστήριξαν ότι στην πραγματικότητα η μπλε θολούρα ήταν μια σακούλα σκουπιδιών που την έπαιρνε ο αέρας. Άλλοι θεώρησαν ότι η εικόνα έκρυβε κάποιο μυστήριο, ίσως έναν άγγελο. Μάλιστα κάποιος συνέδεσε την παρουσία του με ένα νεκροταφείο ιθαγενών που βρισκόταν στην περιοχή. Κάποιος άλλος βεβαίωνε ότι το είχε δει να απομακρύνεται από το πρατήριο... Ώσπου, τελικά, δόθηκε μια λογική εξήγηση: ήταν κάποιο μικροσκοπικό ζώο που κατέγραψε ο φακός της κάμερας. Το πιθανότερο είναι να επρόκειτο για κάποιο έντομο του είδους Lepisma saccharina, που φυσικά δεν πλησίασε πελάτες ή αντικείμενα που βρίσκονταν στο πρατήριο αλλά μόνο την κάμερα που το συνέλαβε. Κανείς δεν το είδε ποτέ. Ούτε ο οδηγός του αυτοκινήτου πάνω στο παρμπρίζ του οποίου φαινόταν να ανεβαίνει το παρατήρησε. Και μια σημαντική λεπτομέρεια: η κάμερα ήταν στερεωμένη σε έναν τοίχο που ήταν βαμμένος μπλε. Ο άνθρωπος που υποστήριξε πρώτος ότι επρόκειτο για έντομο αναπαρήγαγε το φαινόμενο στο σπίτι του, προκειμένου να αποδείξει ότι το χρώμα του τοίχου έκανε το μικροσκοπικό ζώο να φαίνεται μπλε. Του ήρθε αυτή η ιδέα, όταν παρατήρησε προσεκτικά μια ρεπόρτερ που κάλυπτε το μυστήριο: από την κάμερα ασφαλείας φαινόταν να φορά μπλε ρούχα, ενώ στην πραγματικότητα τα ρούχα της ήταν κόκκινα.
Μεσαιωνικοί μοναχοί
Το περιστατικό δείχνει ότι βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε. Τα χαρακτηριστικά των υποτιθέμενων φαντασμάτων διαμορφώνονται ανάλογα με τον πολιτισμό, την ψυχολογία και τα έθιμα κάθε εποχής. Έτσι, κατά το Μεσαίωνα, εμφανίζονταν σπάνια και μόνο στην κοινωνική ελίτ, κυρίως στον κλήρο. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις ενός χρονογράφου του 11ου αιώνα, του Ραούλ Γκλέιμπερ, τη νύχτα του Αγίου Πνεύματος, ο Γάλλος μοναχός Βουλφέριους ντε Μουτιέ-Σεν-Ζαν είδε στην εκκλησία του μοναστηριού του κάποιους άντρες ντυμένους με ρούχα λευκά και κόκκινα, να ακολουθούν έναν επίσκοπο. Έρχονταν, είπε, για να πάρουν μέρος στην τελετή. Ήταν χριστιανοί που είχαν χάσει τη ζωή τους σε μάχες με Σαρακηνούς. Στο δρόμο προς τον παράδεισο έκαναν μια στάση, για να βρεθούν με χριστιανούς αδελφούς. Ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι είδε τα φαντάσματα, επειδή ο ίδιος διέθετε υπερφυσικά χαρίσματα.
1.684 περιστατικά
Ανάλογες ιστορίες έχουν καταγραφεί σε όλους τους πολιτισμούς και σχεδόν πάντα συνδέονταν με τη θρησκεία και τους εκπροσώπους της. Όμως, όλα αυτά πριν από την εμφάνιση του σύγχρονου πνευματισμού, το 1848, όταν κάποιοι επιστήμονες αποφάσισαν να ερευνήσουν σοβαρά το ζήτημα. Το 1894, το βρετανικό ίδρυμα Society for Psychical Research, που δημιουργήθηκε από μια ομάδα πανεπιστημιακών καθηγητών, εξέδωσε ένα δοκίμιο 400 σελίδων με τίτλο Census of Hallucinations. Επρόκειτο για το αποτέλεσμα πενταετούς έρευνας και συγκέντρωνε 1.684 μαρτυρίες πιθανών εμφανίσεων φαντασμάτων. Στόχος των ερευνητών ήταν να προσδιορίσουν το ποσοστό των ανθρώπων που υποστήριζαν ότι είχαν δει φαντάσματα, ενώ ήταν ξύπνιοι.
Από το σύνολο των περιπτώσεων που καταγράφηκαν, μόλις στις 830 το φάντασμα είχε ανθρώπινη μορφή, ενώ το 20% των μαρτυριών ανήκαν σε άτομα που δε ζούσαν πια. Στην πλειονότητά τους οι εμφανίσεις αφορούσαν συναντήσεις με ζωντανούς και κάποιες φορές τα φαντάσματα αποκτούσαν απροσδιόριστες μορφές. Οι συγγραφείς του δοκιμίου κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ένα στα δέκα άτομα βίωναν ανάλογες εμπειρίες, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Μεταγενέστερες μελέτες στη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ επιβεβαίωσαν τα στατιστικά στοιχεία τους.
Οι έρευνες που ακολούθησαν αφορούσαν την κλασική εμφάνιση των φαντασμάτων με το αέρινο σεντόνι. Συχνότερες ήταν οι σύντομες επισκέψεις ανθρώπινων μορφών, που διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Ποικιλία παρουσίαζε και ο βαθμός στον οποίο γίνονταν ορατές. Επιπλέον, συνήθως υπήρχε κάποια αιτία για την εμφάνισή τους, η οποία συνδεόταν με συγκεκριμένους κανόνες: πνευματική αστάθεια του ατόμου στο οποίο εμφανίζονταν, ένα υποβλητικό σκηνικό, ο τόπος ενός εγκλήματος ή κάποια τοποθεσία όπου επρόκειτο να συμβεί κάποια καταστροφή. Μέχρι σήμερα, οι ιστορίες για φαντάσματα προσδίδουν σε αυτά τα παράξενα πλάσματα κάποια κοινά χαρακτηριστικά: γίνονται απόλυτα αντιληπτά ή είναι σχεδόν αόρατα * δημιουργούν σκιά * εμφανίζονται ξαφνικά και χάνονται όταν εισέρχονται σε κτίρια * μειώνουν το φως μιας λάμπας * αντανακλώνται σε καθρέφτες * σπάνια αγγίζουν ανθρώπους ή τους μιλούν, άλλες φορές βαδίζουν μόνα τους, αγνοώντας τον κόσμο γύρω τους * οι επισκέψεις τους παραμένουν σύντομες. Ωστόσο η γκάμα των πράξεων ή των παραλείψεών τους είναι τόσο ευρεία, ώστε δύσκολα μπορεί να βγει οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα γι’ αυτά.
Ο πατέρας στο άλογο
Μια από τις εμφανίσεις φαντασμάτων που περιλαμβάνει αυτή η απογραφή συνέβη στις 5 Φεβρουαρίου του 1887. Οι δύο κόρες του Κάνον Μπουρν επέστρεφαν με άμαξα στο σπίτι, όταν είδαν τον πατέρα τους να περνά από δίπλα τους, πάνω στο άλογό του. Οι δύο νεαρές αλλά και ο αμαξάς τον αναγνώρισαν αμέσως και εκείνος τους χαιρέτισε κουνώντας το καπέλο του. Μάλιστα και οι τρεις ανέφεραν ότι κατάφεραν να διαβάσουν την ετικέτα στο εσωτερικό του καπέλου. Κάτι που τους φάνηκε πολύ παράξενο, δεδομένης της απόστασης που τους χώριζε από τον Μπουρν. Σκέφτηκαν ότι επρόκειτο για σημάδι, ένα είδος προειδοποίησης για ένα επερχόμενο ατύχημα. Όταν έφτασαν στο σημείο όπου υποτίθεται ότι βρισκόταν ο άντρας, δε συνάντησαν κανέναν. Επέστρεψαν στο σπίτι και μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο έφτασε ο Μπουρν: δεν του είχε συμβεί τίποτα. Το συγκεκριμένο όραμα δημιουργεί ποικίλα ερωτήματα. Το φάντασμα εμφανίστηκε σε τρία άτομα, κάτι πολύ σπάνιο: μόλις στο 9% των καταγεγραμμένων εμφανίσεων υπάρχουν περισσότερες από μία μαρτυρίες. Είδαν πραγματικά το φάντασμα του Μπουρν ή μήπως επρόκειτο για συλλογική παραίσθηση; Το γεγονός ότι αναγνώρισαν την ετικέτα του καπέλου, ενός Λίνκολν-Μπένετ, από μεγάλη απόσταση, θα μπορούσε να αποτελεί σημάδι ότι επρόκειτο για μια υπναγωγική παραίσθηση. Αυτό το είδος παραίσθησης εμφανίζεται λίγο πριν αποκοιμηθούμε ή πριν ξυπνήσουμε και η ακρίβεια με την οποία ανακαλούμε τις λεπτομέρειές της αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της. Από την άλλη πλευρά, όσοι ισχυρίζονται ότι επρόκειτο για φάντασμα δύσκολα θα εξηγούσαν την παρουσία του αλόγου αλλά και του ρουχισμού. Να υποθέσουμε ότι και τα δύο διαθέτουν κάποιο είδος ψυχής; Και πώς μπορεί να εμφανίζεται το φάντασμα ενός ανθρώπου που χαίρει άκρας υγείας;
Φαντάσματα υπό έλεγχο
Σημαντικό στοιχείο των ερευνών αποτελεί το γεγονός ότι ο αριθμός των εμφανίσεων φαντασμάτων σταδιακά μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων, υποδεικνύοντας τη σύνδεσή τους με τις κυρίαρχες πολιτισμικές τάσεις. Το ζενίθ σημειώθηκε στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ακολούθησε μια σχετικά «φαντασμαγορική» περίοδος, κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα: ίσως οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι να συνδέονται με το γεγονός, όμως τα φαντάσματα πέρασαν στο σκοτάδι από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα. Σήμερα, το φαινόμενο έχει σχεδόν εξαλειφτεί.
Στο πρόσφατο παρελθόν, το 1980, ο ψυχίατρος Μόρτον Σάτζμαν δημοσίευσε μια περίπτωση από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε αρκετά συμπεράσματα. Επρόκειτο για τη μοναδική μαρτυρία ανθρώπου που ισχυριζόταν ότι ήταν σε θέση να ελέγξει τα φαντάσματα. Η Ρουθ, μια γυναίκα 25 ετών, είχε κάνει έναν επιτυχημένο γάμο και ήταν μητέρα δύο παιδιών. Οδηγήθηκε στον Σάτζμαν, επειδή υπέφερε από εφιάλτες και συχνά έβλεπε το φάντασμα του πατέρα της, παρ’ όλο που ήταν ζωντανός, ο οποίος την είχε κακοποιήσει όταν ήταν δέκα ετών. Τα οράματα ήταν πολύ ρεαλιστικά και η Ρουθ ήταν σε θέση να ανακαλέσει αρκετές λεπτομέρειες όσον αφορά το ρουχισμό, την εξωτερική εμφάνιση, τη χαρακτηριστική οσμή, τις κινήσεις και τις εκφράσεις. Φυσικά, το φάντασμα του προγόνου της είχε τη μορφή που εκείνη είχε δημιουργήσει και όχι την πραγματική, εκείνη τη χρονική περίοδο, δεδομένου ότι η Ρουθ ζούσε στην Αγγλία και ο πατέρας της στις ΗΠΑ. Το αέρινο πλάσμα ξεγλιστρούσε ανάμεσα σε τραπέζια και καρέκλες, άνοιγε και έκλεινε την πόρτα, δημιουργούσε σκιά, έκανε θόρυβο όταν πλησίαζε, η μορφή του φαινόταν στον καθρέφτη και η Ρουθ μπορούσε να νιώσει το βάρος του στο κρεβάτι, όταν ξάπλωνε.
Με τη θεραπεία, στα οράματα της Ρουθ εισήλθαν και άλλα πρόσωπα που της ήταν οικεία. Σταδιακά και με τη βοήθεια του γιατρού Σάτζμαν, η νεαρή κατάφερε να τα εμφανίζει και να τα εξαφανίζει κατά βούληση. Μάλιστα, είχαν τη δική τους προσωπικότητα: «Δεν μπορώ να τα υποχρεώσω να κάνουν κάτι που δε θέλουν ή να τους απαγορεύσω να κάνουν κάτι που επιθυμούν. Είναι σαν τον κανονικό κόσμο», σχολίαζε.
Η δύναμη της σκέψης
Στη διάρκεια μιας συνεδρίας, ο ψυχίατρος τής ζήτησε να αναγκάσει το φάντασμα να περάσει μέσα από μια λάμπα. Η γυναίκα επέμενε ότι το δωμάτιο σκοτείνιασε, όμως ο Σάτζμαν της απάντησε ότι τα μάτια του έβλεπαν άπλετο φως. Οι αισθήσεις της είχαν εξαντληθεί. Κάτι συνέβαινε στο μυαλό της. Τελικά τα κατάφερε. Οι παραισθήσεις της άρχισαν να αποτελούν γι’ αυτήν ένα είδος διασκέδασης με το οποίο επέλεγε να ασχοληθεί, όποτε ένιωθε μοναξιά ή πλήξη. Κατανόησε ότι, αν το μυαλό είναι σε θέση να προκαλέσει την εμφάνιση φαντασμάτων, τότε μπορεί και να τα αναγκάσει να εξαφανιστούν.
Οι άνθρωποι στις μέρες μας συναντούν φαντάσματα; Και αν ναι, η εμφάνισή τους συνδέεται με τη φυσιολογία του εγκέφαλου; Αυτό ακριβώς ισχυριζόταν ο Ρόμπερτ Α. Μπέικερ, επίτιμος καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι στις ΗΠΑ. «Δεν υπάρχουν μαγικές καταστάσεις, υπάρχουν μαγεμένοι άνθρωποι», βεβαίωνε. Ένα από τα αγαπημένα του περιστατικά ήταν εκείνο ενός νεαρού ζευγαριού που ζούσε σε μια μικρή πόλη του Κεντάκι. Ήταν τρομοκρατημένο από το πνεύμα μιας μικρής που κανείς δεν είχε δει, ούτε είχε ακούσει. Με υπομονή, ο Μπέικερ ανακάλυψε ότι οι δύο νέοι επιθυμούσαν απεγνωσμένα να αποκτήσουν απογόνους. Ο ψυχολόγος τούς συμβούλεψε να υιοθετήσουν ένα παιδί και, όταν το έκαναν, το φάντασμα εξαφανίστηκε. Άραγε, ο εγκέφαλός μας «γεννά» και τα φαντάσματα συγγενικών ή πολύ αγαπημένων προσώπων που δεν βρίσκονται πια κοντά μας;
Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση επιχειρεί να δώσει ένας από τους πιο διάσημους κυνηγούς φαντασμάτων των τελευταίων ετών, ο ψυχολόγος Ρίτσαρντ Γουάισμαν, του Πανεπιστημίου του Χέρτφορντσαϊρ στη Βρετανία. Επέλεξε δύο από τις πιο τρομακτικές περιοχές στη Βρετανία: τις κρύπτες της γέφυρας Σάουθ Μπριτζ στο Εδιμβούργο και το Χάμπτον Κουόρτ, το ανάκτορο του Ερρίκου Η΄, όπου λέγεται ότι πλανάται το φάντασμα της πέμπτης συζύγου του, Κάθριν Χάουαρντ, που αποκεφαλίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου. Οδήγησε σε αυτές τις τοποθεσίες διάφορα άτομα και στη συνέχεια τους ζήτησε να διηγηθούν τι έζησαν εκεί. Οι αφηγήσεις τους αποδείχτηκε ότι ταυτίζονταν πλήρως με τις παραδοσιακές ιστορίες των στοιχειωμένων σπιτιών: θόρυβοι στους διαδρόμους, ανατριχίλα, η αίσθηση ότι κάποιος τους παρακολουθούσε... Στο τέλος της επίσκεψης σημείωναν πάνω σε ένα σχέδιο τα σημεία που τους είχαν φανεί πιο τρομακτικά. Παρ’ όλο που οι συμμετέχοντες δε γνώριζαν ποια ήταν τα κατά την παράδοση στοιχειωμένα, τα σημείωναν ως τα πιο τρομακτικά. «Υπάρχουν τοποθεσίες όπου ο κόσμος βιώνει εμπειρίες πέρα από τις συνηθισμένες», σχολιάζει ο Γουάισμαν, «και τα φαντάσματα αποτελούν έναν τρόπο για να τις ερμηνεύσει». Είναι αυτή η σωστή ερμηνεία; Η ομάδα του ψυχολόγου υποστηρίζει πως όχι: υπάρχουν στοιχειωμένες τοποθεσίες, όμως δεν υπάρχουν φαντάσματα.
Μαγνητικές διακυμάνσεις
Πράγματι, σε κάποιες τοποθεσίες η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική, συχνά απόκοσμη, κάτι που γνωρίζουν καλά οι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ και κάποιοι μυθιστοριογράφοι. Ο Ρόμπερτ Α. Μπέικερ ισχυριζόταν ότι αρκεί να διακοσμηθεί κατάλληλα ένα παλιό σπίτι, για να βγουν τα φαντάσματα. Φαίνεται πως αντιδρούμε ασυνείδητα τόσο σε κάποια οπτικά όσο και σε κάποια περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Ο Γουάισμαν αναφέρεται σε τρεις παραισθησιογόνους παράγοντες που επιδρούν στον εγκέφαλο. Σύμφωνα με μια έρευνά του, που δημοσιεύτηκε το 2003 στο έντυπο British Journal of Psychology, στις στοιχειωμένες τοποθεσίες, σε σημεία όπου οι άνθρωποι βλέπουν φαντάσματα, σημειώνονται διακυμάνσεις στο μαγνητικό πεδίο, ασυνήθιστες αλλαγές στη φωτεινότητα ή απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία.
Το κάστρο των πειραμάτων
Ο διακεκριμένος ψυχολόγος σχεδιάζει την κατασκευή ενός πειραματικού στοιχειωμένου κάστρου με σκοπό να μελετήσει, σε ελεγχόμενες συνθήκες, την πραγματική επίδραση παραγόντων που κάνουν τα φαντάσματα να αποκαλυφθούν. Δύο από τα ερεθίσματα που προκαλούν... ανατριχίλα και αποτελούν αντικείμενο μελέτης για τον Γουάισμαν είναι ήδη γνωστά σε σκηνοθέτες ταινιών φρίκης, αρχιτέκτονες μουσείων τρόμου και άλλους επαγγελματίες που ζουν από τα φαντάσματα. Για να προκαλέσουν φόβο, αλλάζουν το φωτισμό και τη θερμοκρασία του χώρου. Μοναδική καινοτομία στα πειράματα του Γουάισμαν αποτελούν οι μαγνητικές διακυμάνσεις. Παρ’ όλο που δεν έχει αποδειχτεί, υπάρχουν ενδείξεις ότι τέτοιες διακυμάνσεις συνδέονται με την εμφάνιση παραισθήσεων.
Μεταξύ των βασικών υπέρμαχων αυτής της θεωρίας περιλαμβάνεται ο νευροεπιστήμονας Μάικλ Πέρσινγκερ, του Πανεπιστημίου Λορέντιαν στον Καναδά. Για τις ανάγκες των πειραμάτων του, κατασκεύασε ένα κράνος που δημιουργεί μαγνητικά πεδία σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκέφαλου. Το κράνος προκαλεί εμπειρίες οραμάτων και εμφάνισης φαντασμάτων, ερεθίζοντας τον κροταφικό λοβό του εγκέφαλου.
Κλινικές ενδείξεις αποδεικνύουν ότι οι λειτουργίες του κροταφικού λοβού συνδέονται με τις παραισθήσεις. Για παράδειγμα, οι εστιακές κρίσεις επιληψίας προκαλούν την εκδήλωση αυθόρμητης και ανεξέλεγκτης δραστηριότητας σε αυτή τη ζώνη του εγκέφαλου. Σε αυτό το στάδιο, οι ασθενείς παρουσιάζουν ακουστικές και οπτικές παραισθήσεις που συνδέονται με την εμφάνιση φαντασμάτων.
Έτσι η αναζήτηση των λειτουργιών του εγκέφαλου που προκαλούν παράξενες εμπειρίες «συναντά» το έργο των κυνηγών φαντασμάτων. Πρόσφατη νευρολογική έρευνα σε άτομα που ισχυρίζονταν ότι δέχονταν επισκέψεις φαντασμάτων έδειξε ότι υπέφεραν από χρόνιες κεφαλαλγίες και συχνές απώλειες συνείδησης, στη διάρκεια των οποίων, σύμφωνα με μαρτυρίες, δάγκωναν τη γλώσσα τους. Η διάγνωση επιληψίας θα ταίριαζε απόλυτα στην περίπτωσή τους.
Διαταραχές συνείδησης
Οι σύγχρονοι κυνηγοί φαντασμάτων δρουν και τη νύχτα, καθώς μελετούν σκοτεινές τοποθεσίες όπου συχνάζουν τα φαντάσματα και παρατηρούνται μυστήριες καταστάσεις. Αντικείμενο της μελέτης τους αποτελούν τα στάδια της ύπνωσης και οι εμπειρίες που πολλοί άνθρωποι βιώνουν στη διάρκεια περιόδων αϋπνίας ή στο στάδιο ανάμεσα στην αγρύπνια και τον ύπνο. Συνοδεύονται από πολύ ασυνήθιστες σκέψεις και μονολόγους που, αρχικά, δίνουν την εντύπωση ότι το άτομο έχει τις αισθήσεις του, όμως στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι έχει το ακαταλόγιστο και λέει... ασυναρτησίες. Το συγκεκριμένο επίπεδο διαταραγμένης συνείδησης εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα, ανάλογα με το άτομο. Κάποιοι αναφέρουν ότι στην αρχή βλέπουν φωτεινές λάμψεις και χρώματα ή γεωμετρικά σχήματα και στη συνέχεια πρόσωπα και διάφορα αντικείμενα. Στο τέλος, κυριαρχούν περίπλοκες σκηνές, όπου πρωταγωνιστούν αλλόκοτες μορφές με λεπτομέρειες πολύ χαρακτηριστικές. Λιγότερο συχνά, το άτομο έχει την αίσθηση ότι ακούει θορύβους, είτε πρόκειται για μουσική είτε για ομιλίες είτε για κάποιον που απλώς φωνάζει το όνομά του.
Όλες οι αφηγήσεις για φαντάσματα θα παρέμεναν ανέκδοτα με περιορισμένο κοινό, αν δε συνδέονταν με το ευρύτερο πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής τους, που τις βοήθησε να διαδοθούν. Γι’ αυτό σήμερα οι επιστήμονες λαμβάνουν υπόψη από ψιθύρους μέχρι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των περίφημων αστικών μύθων, προκειμένου να αντλήσουν περισσότερες πληροφορίες για τη γέννηση και την προέλευση των φαντασμάτων. Πώς ξέρουμε ότι κάποιο μέρος είναι στοιχειωμένο; Πότε προέκυψε αυτή η ιδέα;
Δημιουργία φαντάσματος
Το καλοκαίρι του 1970, ο δημοσιογράφος Φρανκ Σμιθ αποφάσισε ότι, αντί να αρχίσει να ψάχνει για φαντάσματα, θα ήταν πιο χρήσιμο να δημιουργήσει ένα. Συνέλαβε την ιδέα στο Λονδίνο, κάτω από τα συντρίμμια του ναού της Αγίας Άννας, και αποφάσισε να δώσει στο φάντασμά του «ταυτότητα» ιερέα.
Εκεί κοντά βρισκόταν μια λεωφόρος που μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν γεμάτη οίκους ανοχής, ταβέρνες και φτηνές πανσιόν. Σκέφτηκε ότι ο επίσκοπός του θα ήταν ο ιδιοκτήτης κάποιου παλιού σπιτιού φιλοξενίας ναυτικών, που θα έκλεβε τους πελάτες του πριν ρίξει τα πτώματά τους στον Τάμεση. Επόμενο βήμα θα ήταν η διάδοση της ιστορίας του. Με αυτόν το σκοπό, έγραψε ένα άρθρο όπου μιλούσε για το φάντασμα ενός μυστηριώδους ιερέα. Είχε γεννηθεί το φάντασμα της προβλήτας του Ράτκλιφ.
Το δημοσίευμα στον τύπο είχε τεράστια απήχηση. Την αμέσως επόμενη χρονιά εκδόθηκαν οκτώ βιβλία όπου γινόταν αναφορά στη στοιχειωμένη προβλήτα του διεφθαρμένου κληρικού. Ξαφνιασμένος από τις διαστάσεις που πήρε η ιστορία του, ο Σμιθ άρχισε να εξηγεί το πείραμά του στην εφημερίδα The Sunday Times. Αρκετά αργότερα, το BBC παρουσίασε ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με το τέχνασμά του.
Παρ’ όλα αυτά, ιστορίες σχετικά με νέες περιπέτειες του φαντάσματος του ιερέα συνέχισαν να διαδίδονται. Χρόνια αργότερα, δημοσιεύονταν στον τύπο μαρτυρίες όπως εκείνη ενός αξιωματικού της αστυνομίας, ο οποίος δήλωνε ότι όταν ήταν νέος (20 χρόνια πριν από το τέχνασμα του Σμιθ) δεν του άρεσε καθόλου να εισέρχεται στις συγκεκριμένες αποβάθρες, επειδή του προκαλούσε φόβο το φάντασμα.
Γιατί οι άνθρωποι συνέχισαν και συνεχίζουν να πιστεύουν σε αυτό το θλιβερό δημιούργημα της φαντασίας ενός δημοσιογράφου; Σύμφωνα με τον Σμιθ, η ύπαρξη του ιερέα έγινε ευρύτερα γνωστή, λόγω των διαστάσεων που έδωσαν στην ιστορία του οι αρχές. Ο δημοσιογράφος είχε αποφασίσει ότι, αν κάποιος ενδιαφερόταν πραγματικά για το φαινόμενο, θα του αποκάλυπτε αμέσως την αλήθεια. Όμως κανείς δεν τον πλησίασε για να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες του. Πολλοί πίστεψαν αμέσως την ιστορία, επειδή ήταν αληθοφανής. Έτσι λειτουργούν οι περισσότεροι αστικοί μύθοι: είναι ιστορίες που ανταποκρίνονται στο λαϊκό αίσθημα μια δεδομένη χρονική στιγμή.
Τα όρια της ζωής προκαλούν φόβο
Τελικά, γιατί μας αρέσει να μιλάμε για φαντάσματα; Ο Γιαν Χάρολντ Μπράνβαντ, καθηγητής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα στις ΗΠΑ, επιχείρησε να δώσει μια επιστημονική εξήγηση ιχνογραφώντας τους «ψιθύρους» της πόλης. Σε πρώτη φάση, ανακάλυψε ότι οι ιστορίες που εντυπωσιάζουν σχετίζονται με θέματα που χτυπούν ευαίσθητες χορδές μας. Και τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο αναμφισβήτητα προκαλούν εύκολα φόβο.
Φαντάσματα, αέρινες μορφές, ζόμπι, εξωγήινοι εισβολείς... όλα αυτά αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Σήμερα, τα θρησκευτικά οράματα των πρώιμων χρόνων έχουν αντικατασταθεί από άλλα, που αφορούν εισβολές εξωγήινων. Τα φαντάσματα κυριάρχησαν το Μεσαίωνα, σταδιακά όμως βρέθηκαν αντικαταστάτες τους και έτσι αυτά μας εγκαταλείπουν.
Focus Magazine